- αυγή
- Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας και συνεπώς τη Γη με ανακλώμενο φως.
Μια χαρακτηριστική φωτογραφία στην Αλάσκα, στο χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του ήλιου.
* * *η (AM αὐγή)1. το χρονικό διάστημα μεταξύ του τέλους της νύχτας και της ανατολής του ἡλιου2. το διάστημα της ανατολής του ἡλιου και λίγο μετά, το πρωί3. λάμψη, φεγγοβολή4. ακτίναμσν.- νεοελλ.η επόμενη αυγή, η επόμενη μέρανεοελλ.1. η ημέρα («εις την τέταρτην αυγή» — την τέταρτη μέρα, Δ. Σολωμός)2. η αρχή, το ξεκίνημα3. (ως επίρρ.) την αυγή ή «αυγή αυγή» — πρωί πρωίαρχ.1. το φως του ήλιου2. στιλπνότητα3. αἱ αὐγαίτα μάτια4. «δυθμαὶ αὐγῶν» — το ηλιοβασίλεμα5. «βίου δύντος αὐγαί» — η δύση της ζωής6. «αὐγὰς βλέπω» — βλέπω το φως, είμαι ζωντανός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. παράγωγο ενός αρχικού ρήματος, που δεν μαρτυρείται. Συνδέθηκε με αλβ. agόj «ξημερώνει», agume «αυγή» και ίσως με αρχ. σλαβ. jugљ «νότος, νότιος άνεμος». Παρουσιάζεται ως β' συνθετικό ενός αρκετά μεγάλου αριθμού επιθέτων με τη μορφή -αυγής, τα οποία προϋποθέτουν ίσως ένα ουδ. ουσ. *αύγος που δεν μαρτυρείται παρά μόνο στον Ησύχιο ως ερμήνευμα της λ. ηώς. Επίσης σε ορισμένους τεχνικούς όρους εμφανίζεται ως β' συνθετικό -αυγος.ΠΑΡ. αυγίτηςαρχ.αυγάζω, αυγώνεοελλ.αυγερινός, αυγινός.ΣΥΝΘ. διαυγής, τηλαυγήςαρχ.ανταυγής, απαυγής, ευαυγής, βλαβεραυγής, δυσαυγής, ελικαυγής, εναυγής, εξαυγής, ηλιαυγής, κυαναυγής, λαμπραυγής, λευκαυγής, λιπαραυγής, λιπαυγής, λυκαυγής, μελαναυγής, νυκταυγής, νυχαυγής, παναυγής, πανταυγής, περιαυγής, πυραυγής, πυρσαυγής, τετραυγής, υπεραυγής, φεραυγής, χλοαυγής, χρυσανταυγής, χρυσαυγής, φωταυγής, ψεφαυγής / έξαυγος, περίαυγος, ύπαυγος, φώταυγος.
Dictionary of Greek. 2013.